- βορίζει
- απρόσ.1) меняется на северный (о ветре); 2) дует северный ветер с мокрым снегом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βορίζω — [βοριάς] 1. φρ. «ο καιρός βορίζει» αλλάζει και αρχίζει να φυσάει βόρειος άνεμος 2. απρόσ. φυσάει βοριάς και πέφτει χιονόνερο … Dictionary of Greek